-
1 régénération
αναγέννηση -
2 Renaissance
Αναγέννηση -
3 obroda
αναγέννηση -
4 renesance
αναγέννηση -
5 rebirth
αναγέννηση -
6 Renaissance
Αναγέννηση -
7 renesans
Αναγέννηση -
8 renesansowy
αναγέννηση -
9 возрождение
возрождение с η αναγέννηση* η αναζωογόνηση (оживление, подъём) ◇ эпоха Возрождения η Αναγέννηση* * *сη αναγέννηση; η αναζωογόνηση (оживление, подъём)••эпо́ха Возрожде́ния — η Αναγέννηση
-
10 регенерация
1. тех. η αποκατάσταση, η επανόρθωση, η ανάκτηση, η αναγέννηση, η ανάπλαση, η αναζωογόνηση- серебра (из фик-сажей) кфт. η (επ)ανάκτηση του αργύρου/ασημιού2. (нагрев газа или воздуха, поступающих в печь, отработанными продуктами горения) η προθέρμανση (μέσω της επανακτημένης θερμότητας) 3. биол. η αναγέννηση, η αναδημιουργία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > регенерация
-
11 возрождение
-я ουδ.αναγέννηση, παλιγγενεσία•хозяйственное возрождение страны οικονομική αναγέννηση της χώρας•
эпоха -я η εποχή της Αναγέννησης• 25 марта возрождение праздник национального -я Греции η 25 Μάρτη είναι εθνική γιορτή της παλιγγενεσίας της Ελλάδας.
-
12 возрождение
иск. η αναγέννηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > возрождение
-
13 ренессанс
(Возрождение) η Αναγέννηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ренессанс
-
14 возрождение
возрождениес ἡ ἀναγέννηση / ἡ ἀναζωογόνηση (оживление хозяйства и т. п.)· ◊ эпоха Возрождения ἡ ἐποχή τῆς 'Αναγέννησης. -
15 воскресение
воскресениес1. рел. ἡ ἀνάσταση, ἡ νεκρανάστασή2. (возрождение) ἡ ἀναγέννηση, ἡ ἀναβίωση. -
16 регенераторция
регенератор||цияж в разн. знач. ἡ ἀναγέννηση [-ις]. ἡ ἀνάπλαση. -
17 Ренессанс
Ренессансм ἡ Άναγέννηση [-ις]. -
18 revival
1) (the act of reviving or state of being revived: the revival of the invalid / of our hopes.) ξαναζωντάνεμα, αναγέννηση/ αναβίωση2) ((a time of) new or increased interest in something: a religious revival.) αφύπνιση3) ((the act of producing) an old and almost forgotten play, show etc.) αναβίωση -
19 возрождение
[βαζραζνηένιιε] ουσ. ο. αναγέννηση -
20 регенерация
[ριγκτνιράτσυγια] ουσ. θ. αναγέννηση
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… … Dictionary of Greek
αναγέννηση — η 1. ηγέννηση ξανά, ανάπλαση, αναδημιουργία: Στη χώρα αυτή στα τελευταία δέκα χρόνια έχει συντελεστεί μια αναγέννηση. 2. το ξαναπόχτημα δυνάμεων που είχαν χαθεί: Το 1821 συντελέστηκε η αναγέννηση του ελληνικού έθνους. 3. (εκκλησ.), η ανακαίνιση… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναγεννήσῃ — ἀναγεννήσηι , ἀναγέννησις regeneration fem dat sg (epic) ἀναγεννάω beget anew aor subj mid 2nd sg (attic ionic) ἀναγεννάω beget anew aor subj act 3rd sg (attic ionic) ἀναγεννάω beget anew fut ind mid 2nd sg (attic doric ionic aeolic) ἀ̱ναγεννήσῃ … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… … Dictionary of Greek
αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… … Dictionary of Greek